- ελαιοφυτεία
- ηεδαφική περιοχή γεμάτη ελαιόδεντρα, ελαιώνας, λιοστάσι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελαιοφυτεία — η (AM ἐλαιοφυτεία) 1. η φύτευση ελαιοδένδρων 2. έκταση γης φυτεμένη με ελιές, ελαιώνας, λιόφυτο, λιοστάσι … Dictionary of Greek
ελαιόφυτος — η, ο και λιόφυτος, η, ο (AM ἐλαιόφυτος, ον) φυτεμένος με ελαιόδενδρα, κατάφυτος με ελιές μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ελαιόφυτο και λιόφυτο τόπος φυτεμένος με ελιές, ελαιώνας, ελαιοφυτεία … Dictionary of Greek
λιοστάσι — το ελαιοφυτεία, ελαιώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐλαιοστάσιον, κατά τα αρχ. βου στάσιον, ἱππο στάσιον βλ. λιο (II)] … Dictionary of Greek
ελαιόφυτος — ελαιόφυτος, η, ο και λιόφυτος, η, ο 1. ο φυτεμένος με ελαιόδεντρα, ο κατάφυτος από ελιές: Ελαιόφυτη περιοχή. 2. το ουδ. ως ουσ., ελαιόφυτο και λιόφυτο ελαιώνας, ελαιοφυτεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιώνας — ο τόπος κατάφυτος από ελιές, ελαιοφυτεία, λιοστάσι, λιοπερίβολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)